- λοξοδρομικός
- η , ό[ν]1) отклоняющийся (от курса); 2) мор. лавирующий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λοξοδρομικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λοξοδρομία ή αυτός που γίνεται κατά τη λοξοδρομία 2. φρ. α) «λοξοδρομική απόσταση» το μήκος τού τόξου λοξοδρομίας εκφρασμένο σε ναυτικά μίλια β) «λοξοδρομική πλεύση» η πλεύση κατά την οποία η πυξίδα… … Dictionary of Greek
λοξοδρομία — Εκτροπή από την ευθεία πορεία· μεταφορικά, έχει την έννοια της παρεκτροπής. Ο όρος λ. χρησιμοποιείται ιδιαίτερα από τους ναυτικούς και πρόκειται για την τεθλασμένη γραμμή πορείας των ιστιοφόρων, αλλά και για την πλεύση κατά τον μέγιστο κύκλο της… … Dictionary of Greek
λοξός — ή, ό (AM λοξός, ή, όν) 1. ο μη ευθύς, αυτός που σχηματίζει οξεία γωνία προς την ευθεία, πλάγιος (α. «ο δρόμος αυτός είναι λοξός προς τον κεντρικό» β. «λοξὸς κύκλος», Αριστοτ. γ. «λοξὴ φάλαγξ», Ασκληπιόδ.) 2. (για βλέμμα) α) κακός, φθονερός… … Dictionary of Greek